δειγματισμός

δειγματισμός
ο (AM δειγματισμός) [δειγματίζω]
η δειγματοληψία
αρχ.
1. δείγμα
2. διασυρμός, διαπόμπευση για παραδειγματισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”